Στο Άγαλμα της Ελευθερίας επικρατούσε σιωπή· τέτοια σιωπή όπως μέσα σε μια εκκλησία. Αλλά και η θέα που προσφερόταν από το παρατηρητήριο ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν που περίμενε ο Ότις. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να δει καλύτερα. Δε φαίνονταν ουρανοξύστες στον ορίζοντα. Ούτε διαγραφόταν το Μανχάταν. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ακόμα και ο αέρας ήταν παράξενος. Μύριζε σκόνη και κατά κάποιον τρόπο. . . υπόγειο. Και ξαφνικά απλώθηκε φως. Όχι σαν φως ημέρας, αλλά σαν να έλαμψε η πανσέληνος κάτω από τα σύννεφα. Σαν να κρεμόταν μια γιγαντιαία λευκή μπάλα από τον ουρανό. Από ένα σκοινί. Από ένα λεπτό σκοινί; Ο Ότις γραπώθηκε από το κιγκλίδωμα γιατί δεν τον κρατούσαν τα πόδια του. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]