Ο Μάρκος στάθηκε μπροστά στην βαριά πόρτα. Γύρισε στην Γκέηλ. `Είσαι σκληρή κοπέλα, το ξέρω, σε έχω δει να σκοτώνεις, αλλά δεν θα ήθελα να έρθεις μαζί μου τώρα`.
Εκείνη τον αγκάλιασε.
`Με προσέχεις τόσο πολύ`.
Τον φίλησε απαλά.
`Θα με μισήσεις αν φερθώ πολύ σκληρά σ` αυτόν τον άνθρωπο εκεί μέσα;` την ρώτησε.
`Ναι, πολύ`, απάντησε εκείνη και τον φίλησε και πάλι, πιο δυνατά αυτή τη φορά.
`Και αν δεν σπάσει, θα του φερθείς ακόμα σκληρότερα`, ψιθύρισε χωρίς να απομακρύνει το στόμα της από το δικό του, `και εγώ θα σε μισήσω ακόμα πιο πολύ`.
Σφίχτηκε πάνω του με όλη της τη δύναμη.
`Και αν πάλι δεν σπάσει, φώναξε εμένα`, συμπλήρωσε.
Ο Μάρκος την κοίταζε με δέος.
`Έτσι θα μπορείς και εσύ να με μισείς όσο κι εγώ`, πρόσθεσε χαμογελώντας.
Γλίστρησε από την αγκαλιά του και συνέχισε σοβαρή:
`Οι προδότες είναι χειρότεροι από τις σκατούλες που πατάς την νύχτα αν δεν προσέχεις. Χειρότεροι`.
Γύρισε να φύγει, επιστρέφοντας στην παλιά, παιχνιδιάρα, Γκέηλ:
`Πάω να βγάλω αυτή την αηδία από το κεφάλι μου`. Τα αχνογάλανα μάτια της όμως ήταν πολύ, πάρα πολύ σκληρά.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]