`Μια απόπειρα αυτοβιογραφίας`, λέει η Ντόρις Λέσινγκ περιγράφοντας το βιβλίο της αυτό, που θυμίζει μύθο ή κάποιο μαγικό παραμύθι, αλλά που παραμένει πιστό στην πιο χειροπιαστή πραγματικότητα. H αφηγήτρια παρακολουθεί από το παράθυρό της τα πάντα να καταρρέουν, βλέπει τις ορδές που μεταναστεύουν να περνούν από μπροστά της αναζητώντας την ασφάλεια, το καταφύγιο, μια καλή ζωή που βρίσκεται πάντοτε κάπου αλλού - μακριά από την αναρχία αυτής της πόλης που αδειάζει, όπου οι άνθρωποι σχηματίζουν φυλές για λόγους αυτοπροστασίας, όπου φυτά και ζώα καταλαμβάνουν εγκαταλειμμένους δρόμους και σπίτια. Και παρακολουθεί την Έμιλυ, το παιδί που της άφησε κάποιος άγνωστος, λέγοντας: `Να τη φροντίζετε, είναι δική σας ευθύνη`, προτού εξαφανιστεί. H Έμιλυ -η οποία μέχρι το τέλος της αφήγησης γίνεται μια όμορφη, δοκιμασμένη από τη ζωή γυναίκα σχεδόν δεκάξι χρόνων- έχει και ένα δεύτερο φύλακα, τον Ούγκο, ένα ζώο μισό γάτα και μισό σκύλο, `το ζώο της Έμιλυ`, το αλλόκοτο και αξιαγάπητο ζώο, του οποίου η παρουσία κυριαρχεί στην ιστορία αυτή.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]