Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας...
Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει...
Αν στην προβλήτα μάς περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε...
Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή, για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι... Τι απερισκεψία κι αυτή! Πάντα τους ληστές τους περνούσαμε για κατατρεγμένους.
Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε τις καταιγίδες...
Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση... Πόσος χαμένος χρόνος, αλήθεια!
Αν... Αν...
Αν ήταν όλα... αλλιώς!
Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]