Παρότι η εποχή του Μεσοπολέμου αποτελεί ίσως την προσφιλέστερη περίοδο μελέτης για την ελληνική αρχιτεκτονική ιστοριογραφία, το έργο του Αλέξανδρου Νικολούδη, ενός από τους πρωταγωνιστές της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής των ετών 1900-1940 παρέμενε άγνωστο.
Το βιβλίο της Αμαλίας Κωτσάκη, δρ. αρχιτέκτονας και επίκουρης καθηγήτριας στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου Κρήτης καλύπτει αυτό ακριβώς το κενό συνεισφέροντας στην έρευνα την μονογραφία του αρχιτέκτονα.
Ο Αλέξανδρος Νικολούδης (1874-1944) με λαμπρές σπουδές στην παρισινή Ecole des Beaux-Arts συνδυάζει στο πρόσωπό του τέσσερις ρόλους, άρρηκτα συνδεδεμένους με την εξουσία, του ελεύθερου επαγγελματία, του καθηγητή (υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος και πρώτος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ), του επιχειρηματία και του συμβούλου του κράτους. Με δεδομένη την επιλογή του από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως αρχιτέκτονα κατάλληλου να εκφράσει το όραμά του για αστικό εκσυγχρονισμό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας, η πολιτική διάσταση της αρχιτεκτονικής του Νικολούδη αποτέλεσε το πρίσμα θέασης του ερευνητικού υλικού, ενώ η αναζήτηση των ευρωπαϊκών προτύπων στην αρχιτεκτονική του αποτελεί μία από τις κύριες ερμηνευτικές παραμέτρους.
Το ογκώδες έργο του εξέφρασε με επιτυχή τρόπο τις απαιτήσεις μιας ανερχόμενης αστικής τάξης στην Ελλάδα και περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα κτήρια ορόσημα στην πόλη των Αθηνών, όπως η Φοιτητική Λέσχη (Ακαδημίας και Ιπποκράτους), η Στρατιωτική Λέσχη, μεγάλο αριθμό κατοικιών (Μέγαρο Λιβιεράτου, Πατησίων και Ηπείρου, Μέγαρο Καραπάνου, Ηροδότου και Αλωπεκής), το Μέγαρο Βατή στον Πειραιά, αλλά και πολεοδομικά σχέδια όπως το Πολεοδομικό σχέδιο του Ψυχικού μαζί με ικανό αριθμό επαύλεων (Δ. Διαμαντίδη, Ανδρ. Μιχαλακόπουλου κ.ά), τη διαμόρφωση του Ιπποδρόμου στο Φάληρο, το Ηρώο Μεσολογγίου κ.ά. Η στέγαση της Δικαιοσύνης απασχόλησε ιδιαίτερα τον Νικολούδη σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του και αποτελεί τον σημαντικότερο τομέα σύγκλισης με την βενιζελική πολιτική και σκέψη στο κρίσιμο θέμα του Κράτους Δικαίου. Παρουσιάζεται το σύνολο των Δικαστικών Μεγάρων καθώς και των σωφρονιστικών καταστημάτων τα οποία σχεδίασε ο αρχιτέκτων για την ελληνική πρωτεύουσα ως συμμετοχές σε διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς.
Το βιβλίο παρουσιάζει πλούσιο πρωτογενές και δυσπρόσιτο ερευνητικό υλικό προερχόμενο από 48 αρχεία στην Ελλάδα και Γαλλία και ακολουθώντας μια πρωτότυπη ερμηνευτική μέθοδο στη διαγώνιο διαφόρων επιστημονικών κατευθύνσεων, συμβάλλει στην προσπάθεια να φωτιστεί η πορεία που ακολούθησε η αστική και επίσημη αρχιτεκτονική της πρωτεύουσας το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα.