Και όταν ήρθε η σειρά του είπε, περίπου, αυτά τα τρελλά: Δίπλα μου θαρθής στον νιοσκαμμένο τάφο. Το κατάλαβα πώς για κάποιον Καραμάνο έσκαβαν. Άκουσα το χτύπημα του κασμά και το γνώρισα. Το` χει η μοίρα μας. Μας τραβά αυτή η γη η Θεσσαλική κοντά της. Εμένα με κουβάλησαν από μακριά. Μ` έφερε εκείνος ο αχρείος ο Βασίλης Κάρλοβιτς. Δεν έμαθα όμως που κουβάλησαν το δικό του το κουφάρι. Σε ποιόν τόπο έθαψαν το ποτισμένο με σπίρτο κορμί του. Δεν ξέρω ούτε αν βρέθηκε χείλι ανθρώπινο να τον νεκροφιλήση. Η Βούλα κι εγώ, που θα του κάμναμε αυτήν την χάρη, φύγαμε πιο μπροστά. Έμεινε αυτός πίσω με τα σιχαμερά απομεινάρια των Σκλαβογιάννηδων. Έμεινε πίσω με την Τράπεζά του, τα λεφτά του, τις τύψεις του και την μοναξιά. Χθές μόλις έμαθα ότι έχασε και την Αντιόπη. Ας γελάσω.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]