Μολονότι ήταν καλυμμένο, η Σάμπι μπορούσε να διακρίνει ποια άκρη ήταν το κεφάλι και ποια τα πόδια. Όμως, αν δεν το γνώριζε εκ των προτέρων, δε θα μπορούσε να μαντέψει ποιος βρισκόταν σφιχτοδεμένος με τους ιμάντες κάτω απ’ την κουβέρτα. Κανένας δεν ξαπλώνει κατ’ αυτό τον τρόπο στην καθημερινή ζωή, συλλογίστηκε. Τόσο τέλεια τακτοποιημένος, τόσο μεθοδικά ευπρεπισμένος, τόσο τραγικά απροστάτευτος. Το ασθενοφόρο, στο βάθος του δρόμου, έστριψε στη Δωδέκατη οδό, και εξαφανίστηκε. «Αντίο Μαμά», ψέλλισε. Η Σάμπι Πίντσερ, σε ηλικία δεκατριών χρόνων, ήταν ολομόναχη. Η Μόνικα γαλουχούσε τη Σάμπι με το όραμα να είναι πάντα ανεξάρτητη και να αμφισβητεί την εξουσία. Ποτέ δεν είχε παρακολουθήσει κανονικό σχολείο, και σπανίως κατοικούσε σε φυσιολογικό σπίτι. Αν το κάνεις αυτό, έλεγε η Μόνικα, τότε η Πρόνοια θα σε συλλάβει. Αλλά όταν βρίσκεσαι στους δρόμους και η μάνα σου μόλις έχει πεθάνει, πού θ’ ακουμπήσεις; Μια συναρπαστική ιστορία που αφηγείται την αποφασιστικότητα της Σάμπι να δημιουργήσει οικογένεια, με κάθε δυνατό τρόπο. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]