«Δυο φορέματα βγήκαν στους δρόμους και πήγαιναν πιασμένα χέρι-χέρι ανεβοκατεβαίνοντας πεζοδρόμια, διασχίζοντας διαβάσεις. Είχαν εγκαταλείψει τη γυναίκα που τα φορούσε, διότι η γυναίκα εκείνη ουδέποτε γελούσε, ούτε χαμογελούσε, κι αυτό τα είχε στενοχωρήσει πολύ στο διάστημα που έμειναν μαζί της. Κι έψαχναν να βρουν την ντουλάπα κάποιας άλλης γυναίκας, χαρούμενης, για να τρυπώσουν το δρόμο τους, και γελούσαν κι έκαναν αστεία και φάρσες στους περαστικούς, που τα έχαναν όταν τα έβλεπαν να περπατούν ανάμεσά τους και σκορπούσαν τρομαγμένοι. Κι η γυναίκα που τα δυο φορέματα της είχαν φύγει έτρεχε από πίσω τους και προσπαθούσε να τα πιάσει. Αλλά μάταια, διότι δεν είναι δυνατόν να πιάσει κανείς ρούχα που ανεξαρτητοποιήθηκαν.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]