Στις 8:30 μ.μ. έγραφε το εισιτήριο παίζουν οι Bauhaus στο γήπεδο, του μπάσκετ, Σπόρτιγκ. Στις 8:30 μ.μ. σαν γνήσιοι εγγλέζοι, ανέβαιναν τα σκαλιά της εξέδρας για να παίξουν. Αδύνατοι, ωραίοι σαν Έλληνες, υποκλίθηκαν μπροστά μας και πήραν τα όργανά τους στα χέρια τους. κιθάρες, ντραμς και ο τραγουδιστής του συγκροτήματος στο μικρόφωνο. Κινήσεις αργές, ιεροτελεστίας, μετρημένες, πουλιού που ελέγχει τον αέρα με τα φτερά του και ανοίγει στο κενό χώρο να περάσει. Bauhaus λέγονται και ξέρουνε τι είναι. Χορευτές και μεγάλοι ηθοποιοί, μίμοι. Ο τραγουδιστής είναι ένας μικρός Νιζίνσκυ, ένας Μερς Κάνιγκαμ. Ένα γνήσιο παιδί του ρυθμού, του αργού θανάτου. Φώτα, καπνοί, χρώματα, και τύμπανα συμπληρώνουν την μία ώρα και έπαιζαν. Τέλειοι κάτοχοι της τέχνης τους. Βρετανοί καλλιτέχνες. Ευρωπαίοι επαγγελματίες. Κατάλαβα γιατί διαφέρουν από άλλα, χιλιάδες ανάλογα, συγκροτήματα του είδους τους. Πόσο φυσικοί ήταν με τον εαυτό τους και την βαθιά μουσική τους. Μουσική από την τρέλλα και την παραίσθηση, το ταλέντο και το χάος. Τη νύχτα και τα τύμπανα, την θάλασσα και τον αέρα.
Όλοι το βλέπαμε εκείνη την ημέρα πως είχαμε να κάνουμε με κάτι τόσο εύθραυστο. Κάτι που σε λίγο καιρό, πιθανόν, να μην υπήρχε. Οι Bauhaus, έδειχναν τόσο εύθραυστοι και περαστικοί από αυτό που έκαναν ώστε στο τέλος όταν υποκλίθηκαν μπροστά μας γύρισα και είπα στον εαυτό μου. -Εμείς πρέπει να υποκλιθούμε μπροστά σας μεγάλα ζοφερά πουλιά της δυστυχίας.