«Μαραναθά», «Έρχου Κύριε», ήταν μια από τις επικλήσεις των πρώτων χριστιανών. Κατά τον άγιον Παύλον, οι χριστιανοί είναι «αυτοί, οι οποίοι αγαπούν την παρουσία» (Β` Τιμ. 4, 8), οι οποίοι αναμένουν με χαρά τη δεύτερη έλευση του Κυρίου. Αν ενίοτε δεν γίνεται πια έτσι, συμβαίνει διότι εμπεδώθηκε η πεποίθηση ότι υπάρχουν δυο διαφορετικές ζωές και ότι μια μέρα θα πρέπει αναπόφευκτα να εγκαταλείψουμε τη μία για να περάσουμε στην άλλη. Κι αυτό διχάζει τραγικά τον άνθρωπο. Επί πλέον, μια ορισμένη θεολογία έχει περιλάβει τα σχετικά θέματα (τον θάνατον, την κρίση, τον άδη, την αιώνια ζωή) στην εσχατολογία, διατάσσοντάς τα το ένα δίπλα στο άλλο, μεταβάλλοντας τα σύμβολα μέσα σ` ένα λογικό σχήμα, χωρίς κάποια σχέση με την συγκεκριμένη ζωή. Ο συγγραφέας ερευνά τη γλώσσα των πατερικών και ανατολικών πηγών, οι οποίες περιγράφουν τους έσχατους καιρούς, ως μια καινούργια δημιουργία του κόσμου, μια συνάντηση της δράσης του Θεού και της ωρίμανσης του κόσμου, όπου η ιστορία δεν είναι μόνον θέμα για την κρίση, αλλά και οι «πλίνθοι» με τους οποίους θα οικοδομηθή η νέα Ιερουσαλήμ.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]