Το Μπέγιογλου είναι μια συνοικία, ένας λόφος, ο όγδοος, έξω από τα τείχη που περιβάλλουν την παλιά Ιστανμπούλ. "Μπέγιογλου σημαίνει ο Γιος του Μπέη. Ο μπέης, αυτός που τον αποκαλούν έτσι εδώ στον δρόμο μας, την οδό Erzurum, είναι ο πατέρας, και ο πατέρας αυτός έχει έναν γιο, κι ο γιος αυτός είμαι εγώ". Έτσι συστήνεται το μικρό αγόρι που περνάει τρέχοντας απ` τα στενά δρομάκια, στη δεκαετία του `50.
Σαράντα χρόνια αργότερα, η Ιστανμπούλ είναι τόπος στην απροσδιόριστη περιοχή της μνήμης. Εκείνος ζει στο Λονδίνο, τεχνοκράτης που βασανίζεται από αϋπνία, εγκαταλειμμένος από τη γυναίκα του κι ακατανόητος για τον γιο του. Το Παρίσι, η πόλη όπου έζησαν οι γονείς του κι ο ίδιος στα μαθητικά του χρόνια, ο τόπος όπου προσπάθησε να απαλλαγεί από το βάρος της μητρικής γλώσσας, δεν έγινε ποτέ πατρίδα του.
Η επιστροφή του στην Ιστανμπούλ μοιάζει συμπτωματική. Εκεί, στις όχθες του Κεράτιου, στην όχθη του καιρού, θα κυνηγήσει το νόημα που του διαφεύγει και στοιχειώνει τις νύχτες του. Αδέσποτη η μνήμη περιφέρεται σε σοκάκια και αγορές, σε αποβάθρες και εξοχές, και ξαναζωντανεύει παραμύθια και ποιήματα, ανέκδοτα και αφηγήσεις. Τα βήματα του κουρασμένου μεσήλικα ακολουθούν τις διαδρομές του αλλοτινού παιδιού. Σχεδόν βουβός στην αρχή, αναζητά αμήχανος λέξεις που φαίνονται οριστικά χαμένες. Σταδιακά, όμως, η λησμονημένη γλώσσα ξανακερδίζεται· και ο ύπνος, αναπάντεχα, ξανάρχεται.
Σε μια διαδρομή που κλείνει τον κύκλο του αφηγητή στη γενέθλια πόλη όπου κανείς πια δεν τον γνωρίζει, ένας ιμάμης θα επιδιορθώσει το χαλασμένο του παπούτσι: είναι έτοιμος για τον δρόμο. Az gittim, uz gittim: μια φορά κι έναν καιρό. Για να ξαναρχίσουν όλα από την αρχή.
Μουσικότητα του λόγου, τέχνη της αντίστιξης στην αφήγηση, σε ένα μυθιστόρημα για τη δύσκολη προσαρμογή των μεταναστών και την αναζήτηση ταυτότητας. Μια κατάθεση εντιμότητας και ανθρωπιάς πάνω στην ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας, μια ματιά αγάπης για τη χαοτική Πόλη που τα έχει όλα: την ομορφιά, την πολυπλοκότητα, την απεραντοσύνη, τη θάλασσα, την ιστορία...