... Πιο πολύ μας πειράζει ο κυρ Θόδωρος. Είναι μόνιμος πελάτης, γιατί η θεία του `χει νοικιάσει ένα μικρό δωματιάκι δίπλα στο σπίτι πολύ φτηνά επειδή δεν υπάρχουνε δουλειές κι ο κόσμος δύσκολα τα φέρνει βόλτα. Η θεία είναι καλή, ξέρει από φτώχεια και ποτέ δεν ζητάει πρώτη το ενοίκιο, καταλαβαίνει πότε υπάρχουν λεφτά και πότε όχι!
Ο κυρ Θόδωρος όπου υπάρχει δουλειά τρέχει εργάτής παντού, το βράδυ στην ταβέρνα είναι άλλοτε χαρούμενος άλλοτε με κατεβασμένο κεφάλι.
"Τι χαμπάρια Θοδωρή;"
"Φτώχεια κυρά-Μαρία άστα να πάνε... φέρε κάνα κατρούτσο να πιούμε να πάνε κάτω τα φαρμάκια..."
Φέρνει κρασί και δύο ποτήρια η θεία και μοιράζονται τους καημούς τους μέχρι που πλακώνει πελατεία κι ο Κούλης βάζει τις φωνές: "Πάλι μόνο μου μ` αφήσατε..."
Σηκώνεται εκείνη μ` έναν αναστεναγμό και πηγαίνει στην κουζίνα, ο κυρ Θόδωρος συνεχίζει να πίνει μόνος του.
"Φέρε μια φέτα περιποιημένη, μικρό αφεντικό" μου φωνάζει σε λίγο.
"Αμέσως κύριε Θόδωρε..." και τρέχω για την παραγγελία.
"Κούλη, μια φέτα στον κύριο Θόδωρο..."
"Αχ αυτό το κύριε Θόδωρε με σκλαβώνει... Πολύ μ` αρέσει να τ` ακούω..." γελάει αυτός.
"Ου να μου χαθείς παλιόβλαχε..." απαντάει γελαστή απ` την κουζίνα η θεία.
Τι όμορφα καλοκαίρια περνάω στο Άργος, γεμάτα ξενοιασιά και γλυκές μυρουδιές! Είναι τα χρωματιστά μου καλοκαίρια.