«. . . Το Αϊβαλί δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που άφησαν. Σπίτια παρατημένα, έρημα, με ορθάνοιχτες τις πόρτες. Και ο αέρας που ερχόταν από τα μπουγάζια του ανοιγόκλεινε τα παραθύρια, τα βροντοκοπούσε κι ανέμιζε κατά έξω τις κουρτινες -σε όσα ακόμα είχαν απομείνει κουρτίνες- σαν σημαίες που αρνούνταν να υποσταλούν.» Ένα ημερολόγιο, που βρέθηκε τυχαία στο εικονοστάσι του παλιού σπιτιού μας, του προσφυγικού, όταν το δώσαμε με αντιπαροχή, σταμάτησε απότομα το χρόνο. Τον υποχρέωσε σ` αντίστροφη πορεία. Τον έσπρωξε προς το γεώργιο της μνήμης, το ασύνορο. Σε συναντήσεις και αποχωρισμούς με πρόσωπα αλλοτινά, με ό,τι τα ζούσε κι ύφαινε τις καθημερινές ανεπανάληπτες στιγμές τους, από καιρό αφημένες στο μαυροπίνακα του χρόνου και στο σφουγγάρι του το ανελέητο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]