Εκείνο το καλοκαίρι, έκανε ζέστη στην Προβηγκία, μια βασανιστική, απειλητική ζέστη. Γύρω στον Ιούλιο, η Περβάνς έφυγε. Δεν πήγε καν στις εξετάσεις για το απολυτήριο. Ποιό το όφελος, άλλωστε; Δεν είχε κάνει τίποτα. Ήξερε καλά ότι δεν μπορούσε να πετύχει. Όλη τη χρονιά, τριγυρνούσε στις καφετέριες, τα μπαρ, τα πάρτι ή έπαιρνε τους δρόμους. Έπινε μπίρες και κάπνιζε σαν φουγάρο. Τα απογεύματα συναντούσε τον Λοράν μπροστά από ένα ερημωμένο γκαράζ, στους πρόποδες του λόφου. Ο Λοράν σήκωνε το τσίγκινο παραπέτασμα και τρύπωναν μέσα. Ο χώρος μύριζε γράσο και μια ακόμη πιο έντονη μυρωδιά, όπως του άχυρου ή του χόρτου που βράζει. Έκαναν έρωτα κατάχαμα, πάνω σε μια κουβέρτα... Μια συλλογή διηγημάτων που διαπνέεται από μεξικάνικες και αραβικές επιρροές, μια λυρική αφήγηση που αποτελεί ελεγεία πάνω στον άνθρωπο, το αίσθημα, το πεπρωμένο...