Κορνουάλη, 1243...
Η λαίδη Κόνστανς ήταν λογοδοσμένη με τον Μέρικ του Τρέγκελας από κοριτσάκι, αλλά θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μην τον παντρευτεί! Σίγουρη πως το κακομαθημένο αγόρι που θυμόταν θα είχε γίνει μεγαλώνοντας ένας αντιπαθητικός, αλαζόνας ιππότης, ήταν αποφασισμένη να του δώσει τη χειρότερη εντύπωση που μπορούσε, για να τον κάνει να πάρει πίσω τους όρκους του.
Αλλά με το που τον είδε να περνά τις πύλες του κάστρου, ένιωσε τη μεγαλύτερη έκπληξη της ζωής της. Αυτός ο μαυροντυμένος, γοητευτικός καβαλάρης με τα μακριά μαλλιά και το σκοτεινό βλέμμα δεν είχε καμιά σχέση με το αγοράκι που είχε στο μυαλό της.
Ήταν ένας άντρας που της έκοβε την ανάσα -ο άντρας που μπορούσε ν’ αγαπήσει μ’ όλη της τη δύναμη.