Όταν τα παπούτσια ήταν το μέτρο του συντηρητισμού, ακόμα και για τους οικονομικά βασταγμένους, ήκμαζαν τα μικρά τσαγκαράδικα της γειτονιάς. Μπαλωματίδικα - μικροτσαγκάρικα, που συντηρούσαν το ένα ζευγάρι παπούτσια για κάθε μέρα, ενώ το άλλο φυλαγόταν για τις Κυριακές και γιορτές. Το καθημερινό πήγαινε συχνά στο μάστορα, για ψίδια-σόλες, φόλες, πέταλα, τακούνια, κόλλημα, ράψιμο. Όλη τη βδομάδα δούλευε ο τσαγκάρης και το Σαββατόβραδο έπρεπε να παραδώσει, να ξεκαθαρίσει ο πάγκος. Έμενε ως αργά τη νύχτα με παρέα τους χασομέρηδες κι όσους περίμεναν, ξυπόλητοι, να πάρουν τα παπούτσια τους. Έτσι, ύστερα από την ξεκούραση της Κυριακής, η Δευτέρα ήταν μισοαργία. Άλλωστε αυτή η μισοαργία επηρέαζε πολλούς που ξεκινούσαν τη βδομάδα βαριεστημένοι. Άντε... φτου κι απ` την αρχή στο μαγγανοπήγαδο. Οι μαθητές... το ξέρετε δα όλοι... Έρχονταν λοιπόν οι μανάδες, σκουντούσαν τα κοιμισμένα μαθητούδια με τη φράση: `Άντε, τσαγκαροδευτέρα έχετε, μπρος ώρα για το σχολειό`.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]