Mασσαλία 1940. Παλιοί μαχητές του Ισπανικού Εμφυλίου, λιποτάκτες, Εβραίοι, συγγραφείς, καλλιτέχνες και Γερμανοί αντίθετοι με τον ναζισμό--κάποιοι απ` αυτούς πρόσφυγες στη Γαλλία από το 1933, όπως η Άννα Ζέγκερς-, όλοι αυτοί που η Βέρμαχτ κυνηγά βρίσκονται με την πλάτη στραμμένη στη Μεσόγειο, με την αναμονή μιας υποθετικής επιβίβασης σε κάποιο πλοίο προς την ελευθερία. Και αν η Μασσαλία βρίσκεται ακόμα σε ελεύθερη ζώνη, κανένας μεταξύ των φυγάδων δεν έχει αμφιβολίες για την επικείμενη ολοκληρωτική κατοχή της Γαλλίας.
Η φωνή και το βλέμμα του ανώνυμου αφηγητή παίζουν εδώ το ρόλο του οδηγού. Εισερχόμαστε λοιπόν μαζί του στο εσωτερικό των καφενείων του Παλιού Λιμανιού. Στα δρομάκια της πόλης, ο άνεμος μιστράλ διασκορπίζει τα χαρτιά και παλιές εφημερίδες, όπως το κάνει με αυτούς τους άντρες και τις γυναίκες που ελπίζουν να θέσουν τον ωκεανό ανάμεσα στη βαρβαρότητα και τον εαυτό τους. Τα υπερπλήρη τυφλά ξενοδοχεία χρησιμεύουν για προσωρινές κρυψώνες όπου άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν. Οι έρωτες που γεννιούνται είναι προσωρινοί και υπονομευμένοι εξαρχής από την εμμονή της αναχώρησης και τον ανώνυμο τρόπο της αναγκαστικής, ίσως οριστικής εγκατάλειψης της Ευρώπης. Δύο άντρες αγαπούν την ίδια γυναίκα, ενώ αυτή αναζητά τα ίχνη ενός τρίτου, συγγραφέα, ο οποίος στο μεταξύ έχει αυτοκτονήσει...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]