Ο Martin Heidegger διατυπώνει μια θεμελιώδη διερώτηση, της οποίας την απάντηση παρέχει με πλήρη βεβαιότητα ως προς την αλήθεια της: `από που ορμώμενος ο άνθρωπος εγείρει την αξίωση να φτάσει ως την ουσία ενός πράγματος; Ο άνθρωπος εγείρει την αξίωση ορμώμενος μόνο από εκεί όπου τη δεξιώνεται. Τη δεξιώνεται στην προσαγόρευση της γλώσσας. Και βεβαίως μόνον αν -και στο βαθμό που- σέβεται την ίδια την ουσία της γλώσσας [...] Η γλώσσα είναι αυτή που κατ` αρχάς και τελικά μας στέλνει νεύματα για την ουσία ενός πράγματος`. Έχω τη γνώμη ότι η διερώτηση αυτή, μαζί με την απάντησή της, συγκροτεί την αφετηρία του πλατωνικού `Κρατύλου`, κατά τρόπον ώστε η παραπομπή στον Πλάτωνα να καθίσταται ουσιώδης όρος για τον Χαϊντεγγεριανό λόγο και αντιστρόφως ο Πλατωνικός λόγος να φωτίζεται μέσω της Χαϊντεγγεριανής διαβεβαίωσης. Κατά συνέπεια, φαίνεται αμφίβολο το καστοριαδικό πρόταγμα του απορητικού λόγου περί του πλατωνικού `Κρατύλου`. Επ` αυτού ο Καστοριάδης δηλώνει μετά βεβαιότητας ότι είναι παράλογο να πούμε, όπως πολλοί σχολιαστές, ότι ο Πλάτων υποστηρίζει τη θεωρία των εκ φύσεως σωστών και των εκ φύσεως λανθασμένων λέξεων. Ο `Κρατύλος` είναι εντελώς απορητικός και δημιουργεί μεγάλη αναστάτωση, διότι θέτει υπό ερώτηση τη σχέση μας με τη γλώσσα και τις σχέσεις της γλώσσας με τα πράγματα. [...]