Απ` της Ανάστασης τούτο το θαύμα, γλυκόηχα θ` ακουστούν οι καμπάνες για ν` απαλύνουν λίγο τον πόνο των ξεριζωμένων. Για να τους γλυκάνει λιγάκι τα όνειρά τους. Τα όνειρα, που θα μείνουν πάντα όνειρα για τις χαμένες τους πατρίδες. Τα όνειρα τούτα για τους πιότερους που θάφθηκαν με την τελευταία τους ανάσα. Παππούδες και γιαγιάδες, πατεράδες και μανάδες, πρίν κλείσουν τα μάτια για τελευταία φορά, άπλωναν τα χέρια για να πιάσουν και να καβαλικέψουν το φτερωτό άτι, που θα τους πήγαινε στις χαμένες πατρίδες. Και το στερνό τους χαμόγελο ήτανε τ` αγκάλιασμα της μάνας τους, του παππού τους. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]