-Ου, το φάντασμα, ο Αράπης, έκαναν τα παιδιά αλαλιασμένα και γίναν μπουχός. Έμεινα, χωρίς να το καταλάβω, μόνος. Πήραν να τρέχουν μυρμήγκια σ’ όλο μου το σώμα, από τα νύχια ως την κορφή. Προσπάθησα να φωνάξω «σταθείτε», μα κόπηκε η λαλιά μου. Έκανα να τρέξω, όμως κόλλησαν τα πόδια μου στη γη. Γρήγορα τα ‘βαλα με τον εαυτό μου. «Α, Θρασάκη», λέω μέσα μου, «τι έλεγε ο πατέρας; Τίποτα δεν υπάρχει έξω από τον άνθρωπο». Άνθρωπος θα ήταν, που έριχνε πέτρες. Περίμενα να περάσει η βουή από τα αυτιά μου κι αφουγκράστηκα. Μου φάνηκε πως άκουσα κάποιο γέλιο. Κάποιος, είπα, παίζει με το φόβο μας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]