`Ο ποιητής δεν κολακεύει μήτε και καταφεύγει σε τεχνάσματα. Δεν αποκοιμίζει τα θηρία του για να παραστήσει το θηριοδαμαστή, αλλά, με όλα τα κλουβιά ορθάνοιχτα, με τα κλειδιά πεταμένα στον άνεμο, φεύγει, ταξειδιώτης που δεν σκέπτεται τον εαυτό του αλλά το ταξείδι, τις αμμουδιές των ονείρων, τα δάση των χεριών, τα ζώα της ψυχής, όλη την αδιαμφισβήτητη υπερπραγματικότητα.
Και ιδείτε την περιφρόνησή του για τους βραχόκηπους, για τα μασκαρέματα. Το βιβλίο των ονείρων του το διαβάζει όπως τα πρακτικά εκείνα μαθήματα, όταν, παιδί, προσπάθησε να μάθει την οικονομία του κόσμου, την πορεία του χρόνου, τις ιδιοτροπίες των στοιχείων και τα μυστήρια των τριών βασιλείων. Είναι, πεντακάθαρα, μι` αφήγηση με χρώματα πιο πειστικά, πιο επικίνδυνα απ` όσο το θρυλικό άσμα των σειρήνων`.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]