Μετά από χρόνια εξορίας ο Αφηγητής επιστρέφει στη Χιλή των τελευταίων χρόνων της δικτατορίας, στα τέλη της δεκαετίας του `70· εκεί έχει αφήσει οικογένεια, μια πρώην σύζυγο. . . (. . .) Ο Αφηγητής μας διηγείται, τις σιωπηλές νύχτες της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, όταν το στρατιωτικό καθεστώς συγχέεται με την Ιερά Εξέταση, πώς ο Τσέσκα, κερατάς μεν πλην διαπρέπων στην τέχνη του, σχεδιάζει το Παλάτι της Μονέδα, όπου έμελλε να αφήσει την τελευταία του πνοή ο Σαλβαδόρ Αλιέντε κάπου 200 χρόνια αργότερα. Ο Αφηγητής είναι ο Ιστορικός και συγχρόνως ο ακούσιος χρονικογράφος της εποχής του. και η Ιστορία ανοίγεται στο όνειρο, αφού τα όσα μας διηγείται θα μπορούσαν να συμβαίνουν και αλλού, κι εδώ, σαν «ένα παιχνίδι με καθρέφτες. . . Κι ένα πέρασμα στην άλλη πλευρά του καθρέφτη». Μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα, σε δύο χρόνους, του Αφηγητή και της ιστορίας που διηγείται. «Γιατί η ζωή μπορεί να είναι μια αναπάντεχη περιπέτεια».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]