Μπροστά στη σορό του πατέρα του, ο Μίμης αυτοψυχογραφείται.
Η συγκυρία της κηδείας, αλλά και των συνθηκών κάτω από τις οποίες συνέβη ο θάνατος, σκηνοθετούν την υπέρβαση: αγγίζοντας ο πρώτου βαθμού εξ αίματος συγγενής του τεθνεώτος το ορόσημο κατάφασης και ακύρωσης του πόνου, αποτολμά την επιλογή του τρόπου ζωής του.
Μέσα όμως από τη διαταραγμένη στάση του στη διάρκεια της τελετής ίσως να διαγράφεται ένα αίνιγμα: ποιος άραγε από τους δυο πρωταγωνιστές της, ο νεκρός ή ο ζωντανός, διεκδικεί πιο αποτελεσματικά αυτό το ξόδι σαν σύμβολο δικαίωσης και καταδίκης του;