Τίποτα δεν είναι τυχαίο και τίποτα δεν μπορεί να υπερβεί το τυχαίο. Στο κείμενο τούτου του πονήματος δεν χρειάστηκε να πω απλά «Μίλησε, μνήμη», όπως ο λατρεμένος Ναμπόκοφ. Όταν πήρα απόφαση να μπω στη διαδικασία αυτή και κατάλαβα πως αδυνατούσα να ξεφύγω απ` τον ιλαρό πειρασμό της αυτοβιογραφίας, παράλλαξα τη «ναμποκοφική» προστακτική σε «Μίλησε, μνήμη, γι` αυτά που δεν ξαναμίλησες». Και το έκανα, όσο μ` έπαιρνε, εντός των ορίων μιας «σειράς» με αντικείμενο τα υλικά ή και την τεχνική του μαγειρέματος ενός βιβλίου. . . Τι σόι υλικά; Άνθρωποι, ακούσματα, εποχές, θάνατοι, αισθήματα, η παρήχηση του γέλιου, η ακινητοποιημένη παιδική ηλικία πάντα σαν απέραντη πατρίδα ανεξερεύνητη. . . και η εύλογη απορία πώς συγγένεψα με τον κομψότατο υπότιτλο «συγγραφεύς» τον οποίο περιφέρω μέχρις εξαντλήσεως και ακυρώσεώς του στις διαδρομές μου. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]