Ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς και το κρύο έξω ήταν τσουχτερό. Χιόνιζε ασταμάτητα και φύσαγε δυνατός αέρας. Ήταν το είδος του αέρα που φυσάει πάντα το χειμώνα.
Παρ` όλο τον κακό καιρό, ο δρόμος ήταν γεμάτος, επειδή έκαναν όλοι τα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Όλοι σχεδόν έπρεπε ν` αγοράσουν βιαστικά από τα καταστήματα. Επειδή είχε τόσο κρύο, ήθελαν να γυρίσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στα ζεστά σπίτια τους. Γι` αυτό βιάζονταν όλοι.
Κι ανάμεσα σ` όλους αυτούς τους βιαστικούς ανθρώπους περπατούσε ένα κοριτσάκι. Περπατούσε ξυπόλητο, τα μάτια του ήταν φλογισμένα κι ο αέρας ανέμιζε τα μαλλιά γύρω από το πρόσωπό του.