Έχει μόλις μια βδομάδα στο μικρό χωριό κοντά στη θάλασσα. Κάθε πρωί, σηκώνεται νωρίς για την καθιερωμένη βόλτα της μέχρι το παρεκκλήσι, στην κορυφή του λόφου. Το μεσημέρι επιστρέφει στο κρύο δωμάτιο κι ανάβει τη σόμπα. Στέκεται όρθια και την κοιτάζει ώσπου τα μουδιασμένα μέλη της αρχίζουνε να χαλαρώνουν. Έπειτα βάζει στο πικάπ τον Deserteur του Vian, ή κάποιο δίσκο της Billy Holiday. Είναι μόνη κι όμορφη. Έξω, η θάλασσα του χειμώνα αρχίζει να φουσκώνει κι η νύχτα θολώνει το παράθυρο. Κοιτάζει το δωμάτιο, είναι μέσα στο δωμάτιο, αισθάνεται πραγματικά θαυμάσια σ` αυτές τις χειμωνιάτικες διακοπές της, και σε λίγο θα ζεστάνει, όπως το πρώτο τους καλοκαίρι. Αργά τη νύχτα, όταν σέρνονται ως την καλύβα της άγρια μεθυσμένοι οι άντρες του χωριού, τραβά το άσπρο σεντόνι ως τα μάτια της και σκέφτεται τη μανιασμένη θάλασσα. Όμως, ξέρει και ζει πιο πέρα.