Ζούσα σα να ήμουν μέσα σε σπηλιά. Ήταν σκοτάδι εκεί. Πού πηγαινα; Κι άλλες υπάρξεις όπως εγώ κινούνταν δίπλα μου. Περιπλανιόντουσαν άσκοπα, συγκρούονταν, έφευγαν, έρχονταν, επέστρεφαν, αποχωρούσαν μια για πάντα. Δεν μπορούσα να τις καταλάβω τέτοιες υπάρξεις. Ποτέ δεν κατόρθωσα να πιάσω το νήμα της ζωής τους. Θα μπορούσα να καταλάβω την ουσία τους, φαινομενικά τόσο αδάμαστη, επιφανειακά τόσο έμμονη, όταν ακόμα, ποτέ, ούτε και μία στιγμή, τίποτα δεν είχα καταλάβει από τη ζωή μου; Έβλεπα τους ανθρώπους από μακριά και συχνά αισθανόμουν ότι δεν θα ήθελα να μένω μαζί τους, δίπλα τους. Τι ήταν στο κάτω κάτω εκείνοι, με τα ψυχρά και όλο κακία πρόσωπα; Δε μοιάζανε με κάποια άλογα της ερήμου που όλη τη ζωή τους σέρνουν άρματα μυστηρίων; Μήπως δεν ήταν μια παραφουσκωμένη ψευδαίσθηση; Δεν θα ήταν μια καλύτερα, μέσα στο θόρυβό τους, μέσα στην καταστροφή και το χαλασμό, να χορταίνω την ψυχή μου με τη μοναξιά και τη μεγάλη δυστυχία μου, τα μόνα πράγματα που είχα;...