Μια φορά κι έναν καιρό. . . ζούσε ένας βασιλιάς που είχε μια μονάκριβη κόρη τόσο όμορφη, που μερικοί τη θεωρούσανε ψεύτικη και τηνε δείχνανε στους άλλους όχι με το «η», όπως όλες τις κοπέλες, αλλά με το «το» (όπως να πούμε «το κρύσταλλο»). Το Ιζεντόρε, έτσι τη λέγανε. Η ομορφιά όμως του Ιζεντόρε δε φαινότανε με την πρώτη ματιά, διότι ήτανε λυπημένο και μελαγχολικό - και, όπως όλοι ξέρουν, το ωραιότερο στολίδι απάνω σ` ένα πρόσωπο είναι το χαμόγελο. Μια φορά κι έναν καιρό. . . ακούστηκε μέσα στο δάσος το υπέροχο τραγούδι του αηδονιού. - Αχ, θέλω να μου το φέρετε αμέσως στο παλάτι! Φώναξε το Ιζεντόρε. Θέλω κάθε μέρα να τ’ ακούω να τραγουδάει στην κάμαρά μου! Θέλω να μάθω τα λόγια του τραγουδιού! Ίσως έτσι να γελάσει, σκέφτηκαν οι συνοδοί του και. . . από εκεί αρχίζει η περιπέτεια. Γιατί ήταν εύκολο να πιάσουν τ` αηδονάκι, να το βάλουν σ` ένα κλουβί και να το κρεμάσουν στην κάμαρά της. Ήταν όμως αδύνατο να το κάνουν να ξανατραγουδήσει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]