Ο Σιγκέρου άκουγε το μικρό καταρράκτη από το βάθος του κήπου και προχώρησε προς τα εκεί, γιατί ήταν ένα από τα αγαπημένα του μέρη μέσα στον περίβολο του ναού. Στ` αριστερά του άρχιζε η απότομη κατωφέρεια, που έφτανε μέχρι κάτω, στην κοιλάδα· οι πλαγίες ήταν χρυσοκόκκινες, οι κορφές απέναντι υψώνονταν η μία πίσω από την άλλη στο φόντο του ουρανού, θαμπές κιόλας στο φως του δειλινού. Στα δεξιά του το ίδιο το βουνό ήταν το φόντο του κήπου, τ` ανοιχτόχρωμα μπαμπού ξεχώριζαν στο βαθυπράσινο των κέδρων, λυγερά και χαριτωμένα, και οι άσπροι αφροί του καταρράκτη έπεφταν σαν νήματα κλωσμένα πάνω στα γυαλιστερά βράχια. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]