Στη Ρώμη, σ` ένα παλιό καφέ, δύο ιερείς μελετούν το φάκελο για την εξαφάνιση μιας κοπέλας, της Λάρα. Ο ένας ιερέας, ο Κλεμέντε, είναι ο καθοδηγητής. Ο άλλος, ο Μάρκους, ένας κυνηγός, εκπαιδευμένος να ξετρυπώνει το κακό. Έτσι τουλάχιστον του λένε. Γιατί εκείνος δεν θυμάται. Δεν έχει πια μνήμη.
Η Σάντρα εργάζεται στη Σήμανση. Η ματιά της, αντικειμενική σαν φωτογραφικός φακός, είναι εκπαιδευμένη να αναγνωρίζει κάθε λεπτομέρεια που δείχνει άσχετη, εκτός τόπου, γιατί ξέρει ότι εκεί φωλιάζει το κακό. Τέτοια ματιά διαθέτει μόνο όποιος κυνηγάει τις λεπτομέρειες. Κι όποιος νιώθει ένοχος. Γιατί και στη δική της ζωή υπάρχει μία άσχετη, εκτός τόπου λεπτομέρεια· μια λεπτομέρεια που τη βασανίζει.
Όταν οι δρόμοι του Μάρκους και της Σάντρα διασταυρώνονται, φέρνουν στο φως ένα τρομακτικό μυστικό, κρυμμένο στα άδυτα του Βατικανού και στις πιο σκοτεινές γωνιές της Ρώμης. Ένα σχέδιο θανάτου που μόνο ένα δαιμονικό αλλά και ταυτόχρονα ευφυές μυαλό θα μπορούσε να συλλάβει.
Ο μόνος τρόπος να το ματαιώσουν είναι να βρουν ζωντανή τη Λάρα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]