Εγώ θέλησα να καθορίσω τις μεθόδους κατασκευής του αστείου, έψαξα συγχρόνως να βρω ποια είναι η πρόθεση της κοινωνίας όταν γελά. Γιατί είναι πολύ εκπληκτικό το γεγονός ότι γελάμε, και η μέθοδος εξήγησης για την οποία μίλησα παραπάνω δεν διασαφήνισε το μικρό αυτό μυστήριο. Δεν καταλαβαίνω, λόγου χάρη, γιατί η «δυσαρμονία» ως δυσαρμονία θα προκαλέσει σ’ αυτούς που τη βλέπουν μια ειδική εκδήλωση όπως το γέλιο, ενώ τόσες άλλες ιδιότητες, προτερήματα ή μειονεκτήματα, αφήνουν απαθείς τους μυώνες του προσώπου του θεατή τους.
Μένει λοιπόν να ψάξουμε να βρούμε ποια είναι η ειδική αιτία δυσαρμονίας που δίνει κωμικό αποτέλεσμα· και δεν την έχουμε βρει πραγματικά, παρά μόνο αν μπορούμε να εξηγήσουμε μ` αυτή γιατί σε παρόμοιες περιπτώσεις η κοινωνία αισθάνεται υποχρεωμένη να εκδηλωθεί. Χρειάζεται να υπάρχει μέσα στην αιτία του κωμικού κάτι το ελαφρώς προσβλητικό (και μάλιστα το ιδιαίτερα προσβλητικό) για την κοινωνική ζωή, αφού η κοινωνία απαντά σ` αυτό με μια χειρονομία που μοιάζει πολύ με αμυντική δράση, με μια χειρονομία που προκαλεί ελαφρώς το φόβο. Ακριβώς αυτά, όλα αυτά, θέλησα να εξηγήσω.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]