«Άκουσα τον άνεμο να χτυπάει τα πανιά. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα: Κάνεις βλακεία, δε φοράς το σωσίβιο, δεν έχεις το σκοινί ασφαλείας, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό... Βρέθηκα στο παγωμένο νερό πριν καν προλάβω να ανοίξω το στόμα μου για να φωνάξω». Ναυαγισμένος σε ένα νησί του Ειρηνικού, ο Μάικλ αγωνίζεται μόνος του να επιβιώσει. Όταν ξυπνάει, βρίσκει δίπλα του ένα πιάτο με ψάρια, μπανάνες και ένα μπολ με νερό. Δεν είναι μόνος του...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]