[...] Κρίνοντας κανείς από την απαλότητα με την οποία δυο σύννεφα σμίγουν φευγαλέα, πέφτουν το ένα πάνω στ` άλλο και, μετά χωρίζουν. Η σύγκρουσή τους ενίοτε γεννά βροντές, αστροπελέκια.. Αυτές οι κινήσεις τους! Ένας ελκτικός στροβιλισμός που ξυπνούσε μέσα μας περιδινήσεις λαγνείας. Ξεκολλούσε αθηρωματικές πλάκες λησμονιάς. Νεανίζαμε ασυστόλως, όπως εκείνοι. Σε κάποια στιγμή η νεαρότερη της τετράδας, η Μάσια, βρέθηκε στην αγκαλιά μου περιστρεφόμενη, από τις δικές της φυγόκεντρες εξάψεις. Μ` έπιασε στα πράσα. Ίσως επειδή κοιτούσα επιμόνως τα μάτια της· ζαλισμένος. Μάτια μιας γατίσιας ανυπακοής που για τρίτη φορά με συναντούσαν σήμερα. Σε μίζερα ξενοδοχεία, σ` εκκλησιές παλιές, στο φρέσκο χιόνι. Ζαλισμένη προφανώς και η ίδια από κυνηγητά που δεν ήξερα. Και δεν ήξερε...[...]
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]