- "Τι πάει να πει αγάπη;" σκεφτόταν η Σοφία. "Και πώς μπορούν να δίνουν τον ορισμό σ` αυτό το αίσθημα; Αν σ` αυτό που αισθάνομαι εγώ έχουν δώσει μια ορισμένη ονομασία, έχουν πέσει έξω, εκτός αν το βάθος της έννοιας της λέξης αυτής σημαίνει κάτι το απροσδιόριστο, κάτι το άφταστο. Ναι! Το αίσθημα το δικό μου θα πρέπει να’χει την ονομασία του Θεού. Μα μήπως μπορεί κανένας να δώσει την απάντηση στο πώς δημιουργήθηκε ο Θεός;"
Ήταν τόσο δυνατά τα αισθήματα αυτής της κοπέλας... δεν ήθελε να πιστέψει ότι κι άλλος είχε αισθανθεί αυτό που αισθανόταν αυτή τώρα για τον Στέφανο.
Ο Στέφανος όμως... ήταν τόσο δυνατό και το δικό του αίσθημα για την Έλενα, για την κοπέλα που επίσης αγαπούσε και ο καλύτερός του φίλος, ο Παύλος... Η μεγάλη του αγάπη και η διαίσθησή του, τον προειδοποιούσαν για ένα ολέθριο δράμα, που θα παιζόταν με πρωταγωνιστή αυτόν τον ίδιο...
Ένα τραγικό παιχνίδι... τα σατανικά σχέδια ενός ανθρώπου ορθώνονταν σαν μόνιμα φαντάσματα, προάγγελοι μιας αναπόφευκτης τραγωδίας που τίποτα δεν θα μπορέσει να την επιβραδύνει ή να τη σταματήσει... βυθίζοντας στα ερέβη της ψυχής τον Στέφανο, την Έλενα, τον Παύλο, τη Σοφία... με τέλος λίγα ξύλα, λείψανα ενός πλεούμενου όπου απεικόνιζαν τη θυσία που είχε συντελεστεί...
Μια τρυφερή, καρτερική ματιά στον άνισο αγώνα της ζωής, που σφραγίζει τη "μηδαμινότητα" της ανθρώπινης ύπαρξης.
Έμοιαζαν και οι τρεις με τσακισμένα δέντρα, που ένας δυνατός άνεμος, μια φοβερή καταιγίδα, τα χε κάνει να λυγίσουν σμπαραλιασμένα, ανίκανα να προβάλουν καμιά αντίσταση.
Ξεμάκραιναν οι τέσσερις φίλοι... Οι ψυχές τεσσάρων ανθρώπων που η σκληρή μοίρα δεν σεβάστηκε τον μεγάλο έρωτά τους και τους χτύπησε αλύπητα, με τον πιο σκληρό τρόπο.
Αλλά πόσες ψυχές ερωτευμένων, που η μοίρα ζήλεψε την αγάπη τους και τις πότισε με πικρό φαρμάκι, δεν έχασαν τη μάχη μαζί της; [...]