Η πρώτη εφημερίδα που διάβασα μιλούσε για μια οργάνωση που τη λέγαν `17 Νοέμβρη` και τα μέλη της πυροβόλησαν και σκότωσαν το σταθμάρχη της CIA στην Ελλάδα, τον Ρίτσαρντ Γουέλς. Όμως εγώ η μόνη Σία που ήξερα ήταν η Σία Γεωργακοπούλου, η συμμαθήτριά μου, και ο μόνος Αμερικανός στη Ελλάδα ο Τζόνι. Εγώ δεν ήξερα τι είναι το ΝΑΤΟ. Νόμιζα πως ήταν κάποια εταιρεία ξένη, αλλά έβλεπα ότι ο Τζόνι φορούσε ρούχα στρατιωτικά κι εμένα τα στρατιωτικά δεν μου άρεσαν. Γιατί. . .το απόγευμα μιας Παρασκευής που ο Απρίλης είχε 21, κι ήταν το 1967, στο δρόμο περνούσαν φορτηγά αυτοκίνητα που στην σκεπασμένη καρότσα τους μετέφεραν φαντάρους με όπλα, κι εγώ τους κοιτούσα, κι αυτοί μου χαμογελούσαν, αλλά τους φοβόμουν, κι από τότε πολύ τους φοβάμαι αυτούς που κρατούν όπλα στα χέρια και φορούν ρούχα στρατιωτικά. . . Αλλά εγώ για τους Αμερικάνους έλεγα. Κι ύστερα κάνοντας `πράκτις` στα αγγλικά έμαθα πως η CIA δεν ήταν η Σία, αλλά η Central Intelligence Agency (όμως το Κόμμα μας είχε πει πως τα αμερικάνικα είναι η γλώσσα του καπιταλισμού κι εγώ τα μίσησα μαζί με τον καπιταλισμό, κι έκτοτε ποτέ δεν κατάφερα να μιλήσω σωστά - με προφορά λαρισινή τα έλεγα μη τυχόν και χάσω τη ντοπιολαλιά μου). Δεν ξέρω πόσο η μυθιστορία μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για να πούμε όλα αυτά που δεν ιστορήθηκαν, δεν κωδικοποιήθηκαν, δεν καταγράφηκαν. Στις μνήμες είναι ακόμα, θαμπές εικόνες μιας εποχής που πέρασε. Έχουν όμως πλέον καταστεί μνήμη κυτταρική. Μόνο μυθιστορηματικά μπορώ να πω αυτό που χρόνια τώρα με πονάει, από τότε που άρχισα να διαβάζω έτσι όπως λέμε στη δημοσιογραφία, πίσω από τις γραμμές, όχι μπροστά, αυτή η ανάγνωση είναι για τους άλλους, το κοινό. Το `πίσω` είναι το ζητούμενο. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]