«Ω! Τα καυστικά απομεσήμερα του θέρους, όταν ευρίσκετο μόνος αναγινώσκων εν τω μέσω των φασγάνων του, ποσάκις ο Ταρταρίνος βρυχώμενος εσηκώθη· ποσάκις απέρριψε το βιβλίον του και ώρμησεν εις τον τοίχον διά να ξεκρεμάση μίαν πανοπλίαν! Ο ταλαίπωρος ελησμόνει ότι ευρίσκετο οίκοι εις Ταρασκώνα, με μανδήλιον περί την κεφαλήν και με μάλλινον εσώβρακον. Έβαλλε τας αναγνώσεις του εις δράσιν, και εξαπτόμενος εις τον ήχον της ιδίας φωνής του, εκραύγαζε πάλλων πέλεκυν κι εγχειρίδιον». Κι όμως, ο «Ταρταρίνος-Κιχώτης» θ’ αναχωρήσει για την Αφρική, υπό την πίεση του κοινωνικού περίγυρου και των φιλοδοξιών του. Θα γνωρίσει αμίμητες καταστάσεις, προτού επανέλθει θριαμβευτής. (...)»
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]