ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΠΟΥ `ΠΩΛΕΙΤΑΙ`;
`Πώς να μιλήσεις για τη σύγχρονη ελληνικότητα σε μια χώρα που Πωλείται;` διερωτάται ο Κυριάκος Κατζουράκης, δίνοντας ένα κοινωνικοπολιτικό στίγμα με μια στροφή στο συγκεκριμένο, που είναι και επιστροφή στο απωθημένο, στο γενικότερο υπαρξιακό του Μπόις `Πώς να μιλήσεις για τέχνη σ` έναν νεκρό λαγό;`.
Σκέφτομαι ότι σ` αυτή την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όπου όλα τα δεδομένα ανατρέπονται, όλες οι βεβαιότητες κονιορτοποιούνται, η Ελλάδα περιμένει τον νέο κατακλυσμό που θα τη ζυμώσει, θα την κάνει λάσπη, πρόπλασμα μιας ελπίδας που επιμένει, χαμένη ανάμεσα σε ανθρώπους- κηλίδες στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σφαγείο.
Αυτοί οι άνθρωποι-κηλίδες κατοικούν την τεράστια τοιχογραφία από τα έργα-κηλίδες του Κυριάκου Κατζουράκη, που απλώνονται σε όλες τις τέχνες της γραφής, με προεξάρχουσα ανάμεσα τους τη ζωγραφική: τη σιωπηλή τέχνη-μήτρα των άλλων τεχνών. Μ` αυτή διαλέγει να συγκρίνει την ψυχαναλυτική διεργασία, την οποία κατ` αρχάς γνωρίζει ως προσωπική εμπειρία. Και οι δύο δεν τελειώνουν ποτέ, όπως λέει: τα ευρήματα τους κατασταλάζουν μέσα στο χρόνο, σε μια διαδικασία αυτογνωσίας. Είναι ένας πιστός/άπιστος απέναντι της ο Κατζουράκης. Διεισδύει με την ένοχη αθωότητα του βρέφους στο γκριζόμαυρο ημίφως του έργου του και σημαδεύει μ` ένα κίτρινο, μ` ένα κόκκινο βέλος. Μια μη απαστράπτουσα αστραπή, ένα φως διασχίζει το έργο, το φως του βάθους, το φως που έχει βγει από το βάθος, έχει ανασυρθεί από το μυστικό ορυχείο, για να μείνει για πάντα εκεί. Ένα εσαεί, ενώ όλα βιάζουν, ένας ύμνος σ` ό,τι διαρκεί, ενώ όλα αλλάζουν, ένα νυν και αεί σ` αυτό που δεν μπορεί παρά να μένει νέο και συγχρόνως παλιό και μελλοντικό. Η αίσθηση της μακράς διάρκειας του εφήμερου, του ίχνους, της σκιάς. Νιώθει τον εαυτό του μέρος αυτής της διάρκειας, ένας μαέστρος αμετανόητος μαθητής, δεν τον ενδιαφέρει το κήρυγμα, διαρκώς αμφιβάλλει, διαγράφοντας υπόγειες διαδρομές, καταγράφοντας τη διαδικασία, αυτήν που εκφεύγει από την ποσοτικοποίηση των πραγμάτων, ενώ παράλληλα αυτή ακριβώς τα μετρά και κάποιοι την έχουν ονομάσει δημιουργία.
Διαβάζω το κείμενο του Κατζουράκη. Κάθε λέξη σταθμός σ` ένα μοναχικό ταξίδι. Σκέψεις με εξαιρετική διαύγεια, απόλυτη αισθαντικότητα, εξομολόγηση, πένθος για την απώλεια, και βάλσαμο για το πένθος. Με καλεί να ακούσω τη σιωπή. Εκείνος έχει ασκηθεί να την ακούει. Η σιωπή μιλούσε για την απώλεια της μάνας του, για την απώλεια που είναι η ζωγραφική, για την απώλεια που είναι ένα πήδημα στο κενό των σπηλαίων με τα αινίγματα και τα μυστικά τους, για την `τρύπα` που υπάρχει πριν και από την αίσθηση της απώλειας, και την αγωνία να τη συρράψεις, ενώ αυτή ξηλώνεται ξανά και ξανά.
Όταν συνάντησα τον Κατζουράκη, ήξερα μόνο το ζωγραφικό έργο του. Ήταν πριν από κάποια χρόνια, τότε που με απορία και απόγνωση παρακολουθούσαμε να εκτυλίσσεται στη χώρα μας η παράδοση, από τις συνάδελφες μυστικές υπηρεσίες, του Οτσαλάν.
Και τον επόμενο μήνα, οι βομβαρδισμοί στο Βελιγράδι. Και ύστερα, το αίνιγμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Και τώρα το αίνιγμα της οικονομικής κατάρρευσης. Και όχι μόνον. Η χώρα Πωλείται. Δεν είναι σχήμα λόγου. Πώς να μιλήσεις γι` αυτά που είναι η ζωή σου, πώς να υπάρξεις μέσα στη ζωή σου όταν η αποξένωση δεν είναι θεατρική διαδικασία, όταν η αποστασιοποίηση εντέλλεται από τους εξουσιαστές σου;
Ο λόγος του Κατζουράκη έχει ένταση, για να σου φανερώσει γυμνό τον πυρήνα μέσα στην ακραία αμφιβολία της ώρας που δεν έχει το πρόσχημα της μακριάς σκιάς. [ . . .]