Σ αυτούς που δεν γελάσανε ποτέ
Τα μάτια του είχανε τιναχτεί έξω από τις κόγχες.
Ξεροκατάπινε συνέχεια.
Και τα δόντια του χτυπούσανε από το τρέμουλο με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Μπροστά του άρχισαν να σχηματίζονται θολές φιγούρες.
Έβλεπε την κόκκινη Πόρσε με τα πετάλια και το Σπύρο στη θέση του οδηγού, να χαμογελά ειρωνικά.
Άκουγε φωνές να του τρυπούνε το τύμπανο: "Έλα γιε της πλύστρας, σπρώξε, πρόσεχε ηλίθιε! Θα μου το χαλάσεις!
Έλα, ω, ω τι ωραία που τρέχει το αμαξάκι μου!
Εμπρός, χαζέ, σπρώξε κι άλλο, είσαι ο δούλος μου!"