Η Μάνη είναι ένας τόπος με φυσική ομορφιά, μοναδική, καμωμένος από σκληρή πέτρα, λουλούδια και καθαρό ουρανό. Από νου, καρδιά και όνειρα... Τα παραμύθια της, βγαλμένα απ`την ψυχή των ανθρώπων της, είναι ζυμωμένα με τους σκληρούς αγώνες τους για επιβίωση και πρόοδο. Μέσα σ` αυτά καθρεφτίζεται η αιώνια πάλη του ανθρώπου για ανεξαρτησία, για αποτίναξη των δεσμών του και κατάκτηση της απόλυτης ελευθερίας του. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για παραμύθια με εξεζητημένα πλάσματα της φαντασίας, ανούσια και ρηχά, όπως τέτοια είναι τα περισσότερα από τα ξένα που μας έρχονται, αλλά για ζωντανές εικόνες ζωής, όπου, μέσα από τις περιπέτειες και το ξεκαρδιστικό χιούμορ τους, εκπέμπονται πανανθρώπινα μηνύματα για τη ζωή και την ομορφιά της. Οι Μανιάτισσες δεν είναι μόνο οι `μοιρολογίστρες` που ξέρουμε. Δεν είναι μόνο, μαζί με τον υπόλοιπο λαό μας, οι δημιουργοί των αθάνατων δημοτικών μας τραγουδιών, των παραμυθιών και των άλλων έργων τέχνης. Είναι, πάνω απ` όλα, ποιήτριες και τραγωδοί με προσόντα ζηλευτά. Η ικανότητά τους στη δραματοποίηση καταστάσεων, η εκφραστική επιδεξιότητά τους και η υποκριτική τεχνική της αφήγησής τους είναι μοναδικές. Το νόημα, ακόμα και της πιο απλής λέξης, ζωντανεύει με τον κυματισμό των συναισθημάτων τους, με τη λάμψη των ματιών τους, τη μουσικότητα της φωνής τους, έτσι, δηλαδή, όπως οι αληθινές πρωταγωνίστριες γεγονότων που έζησαν, μορφοποίησαν και αναπαριστούν όχι μόνο με το λόγο, αλλά και με ολόκληρο το είναι τους. Γι` αυτό και τα παραμύθια τους είναι προσαρμοσμένα με τη ζωή και τις αγωνίες τους, με τα πρόσωπα και τα τοπωνύμια του χωριού τους, έτσι που ο ακροατής τα βιώνει ως ιστορίες πραγματικές... Θα θεωρήσω τον εαυτό μου ευτυχή αν καταφέρω με την αφήγησή μου να προσεγγίσω το πρωτότυπο. Για ό,τι επιτύχω θα το χρωστώ στη μάνα μου και στη γιαγιά μου, που με τόση παραστατικότητα μας έλεγαν τα παραμύθια τους τα χειμωνιάτικα βράδια εκεί στο τζάκι μας, δίπλα στ` αναμμένα κούτσουρα και στη νυσταγμένη γάτα μας, καθώς έξω τα ξεροβόρια φυσούσαν μανιασμένα... Ή, κάποτε, και τα καλοκαιριάτικα βράδια στο χωράφι μας, όταν όλη η οικογένεια κοιμόμαστε στρωματσάδα, κατάχαμα, κάτω από τον έναστρο ουρανό. Καμιά φορά, και τα καυτά μεσημέρια την ώρα της ανάπαυσης, εκεί στ` αλώνι μας, δίπλα στη θημωνιά και κάτω από τη σκιά του έλατου, καθώς μας νανούριζε το τραγούδι της καρδερίνας και μας λύτρωναν τα γλυκά όνειρα, ύστερα από το μόχθο της σκληρής δουλειάς...
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]