Το 12ο αιώνα, στο Τολέδο της Ισπανίας, ομάδες χριστιανών μοναχών, εβραίων λογίων και μουσουλμάνων δασκάλων συνεργάστηκαν για να μελετήσουν και να μεταφράσουν εκ νέου το έργο του Αριστοτέλη «Περί Ψυχής». Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον ιστορικό αφήγημα του Ρίτσαρντ Ε. Ρουμπενστάιν, αναφύεται αυτή η ιδιαίτερη επιρροή που άσκησε ο Αριστοτέλης και στις τρεις θρησκείες, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται η σημασία της ανακάλυψης εκ νέου του έργου του μεγάλου αρχαίου φιλοσόφου κατά το Μεσαίωνα. Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Αριστοτέλης διαμόρφωσε ένα καινούριο φιλοσοφικό σύστημα, επικεντρωμένο στον υλικό κόσμο. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, το 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ. οι λόγιοι χριστιανοί υποσκέλισαν τη διδασκαλία του Αριστοτέλη, θεωρώντας ότι, εάν οι πιστοί έδιναν έμφαση στη λογική και το φυσικό κόσμο, θα έθεταν σε αμφισβήτηση την πίστη στην υπερφυσική δύναμη του Θεού. Τον 7ο αιώνα, μουσουλμάνοι στοχαστές ανακάλυψαν το έργο του Αριστοτέλη. Οι χριστιανοί θεολόγοι γνώρισαν εκ νέου τον Αριστοτέλη μέσα από τα δοκίμια του μοναχού Βοήθιου. Έτσι, το Μεσαίωνα και την πρώτη περίοδο της Αναγέννησης, παρατηρήθηκε έξαρση στη μελέτη του έργου του Αριστοτέλη, γεγονός που βρήκε την τέλεια έκφρασή του στο έργο του Θωμά του Ακινάτη. Αυτός χρησιμοποίησε τις θεωρίες του Αριστοτέλη περί «Ακινήτου Κινούντος» και «Πρώτου Αιτίου» για να θεμελιώσει τη θεωρία του για την ύπαρξη του Θεού. Το έργο «Τα Τέκνα του Αριστοτέλη» καταδεικνύει την επίδραση του Αριστοτέλη στον ισλαμισμό, τον ιουδαϊσμό, αλλά κυρίως στον χριστιανισμό. Έτσι ο συγγραφέας, με τη ζωντανή αφήγηση, τη βαθιά γνώση και την τεκμηριωμένη ιστορική ανάλυση καθιστά το έργο του μια εξαιρετική μελέτη της ιστορία των ιδεών.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]