`ΠΡΩΤΟΒΡΟΧΙ`:
Κι ήταν ξεχασμένο στη χειμερία νάρκη του
και με την πρώτη στάλα βροχής
άρχισε πάλι να διψά, κι ονειρεύτηκε θάλασσες
και τρικυμίες και του `πε,
πάρε με
πάρε με μακριά
κι έρχονται αράδα οι τόποι τα βουνά
κι ύστερα χάνονται στη θύμισή τους
κι είσαι όμορφος στ` αλήθεια
δίχως τα ρούχα τα βαριά
κι είναι υγρός τούτος ο τόπος
απ` την αλμύρα και πονά.