Η Νεφέλη είχε `μέρες να φανεί στον ουρανό. Ο Ήλιος, που συνήθιζε να την κυνηγάει και να τη χρυσώνει με τις αχτίδες του, την έψαχνε παντού και δεν την έβρισκε.
- Κάθεται και γράφει πίσω από `κείνο το βουνό, του `πε ένας μικρός Καιρός που παιχνίδιζε εκεί γύρω.
- Γράφει; έκαμε με απορία ο Ήλιος και κοίταξε πίσω από το βουνό.
Εκεί καθότανε η Νεφέλη. Είχε σκίσει ένα κομμάτι από τα πέπλα της, και πάνω `κεί έγραφε, μ` ένα καλάμι που το βουτούσε στη θάλασσα.
- Τι κάνεις αυτού; τη ρώτησε ο Ήλιος.
Η Νεφέλη ούτε γύρισε να τον κοιτάξει.
- Γράφω, είπε, τα όσα βλέπω ταξιδεύοντας στον κόσμο και στο διάστημα.
Ο Ήλιος έσκυψε από πάνω της κι έριξε τη ματιά του στα γραφτά της. [...]