Με «Τα αρραβωνιάσματα της Ντάσα», ένα διήγημα για τη ζωή στη δεκαετία του 1860, ο Βαλέρι Μπριούσωφ -αντλώντας το υλικό του από τις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων- αναπαριστά με περισσή τέχνη το χώρο των εμπόρων της Μόσχας και περιγράφει τον στενόμυαλο τρόπο ζωής τους. Κεντρικά πρόσωπα του διηγήματος -πλαισιωμένα φυσικά και από άλλους, αρτιότατα δοσμένους χαρακτήρες- είναι δύο ξαδέρφια, ο Κουζμά και η Ντάσα που, ο καθένας με τον τρόπο του, κάνουν τη νεανική επανάστασή τους. Ο Κουζμά, υποψήφιος έμπορος που θα παραλάβει μελλοντικά τα ηνία της επιχείρησης του πατέρα του, πασχίζει να γίνει αποδεκτός από τον κύκλο των διανοούμενων της εποχής, και η Ντάσα, η ψυχοκόρη της οικογένειας, είναι μια ρομαντική, αμόρφωτη και εύπιστη κοπέλα που, ενώ βιώνει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα με κάποιον συνομήλικό της άντρα, βρίσκεται -παρά τη θέλησή της- στα πρόθυρα του γάμου με κάποιον γαμπρό καθωσπρέπει αν και κατά πολύ μεγαλύτερό της. Πάνω σε αυτόν τον καμβά, ο Μπριούσωφ θέτει με ζωντάνια το ζήτημα του γάμου, της προίκας, της γυναικείας χειραφέτησης, αλλά και τη διάψευση των ονείρων και την επικράτηση των πατροπαράδοτων κοινωνικών αξιών.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]