Το `Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου` σχεδόν ολοκληρώθηκε με την δημοσίευση και των τριών τόμων, που το αποτελούν και αντιστοιχούν στα τρία ομώνυμα Μέρη του Συνταγματικού Δικαίου: Γενική Συνταγματική Θεωρία (2004), Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους (2009), Συνταγματικά Δικαιώματα (τεύχ. Ι-ΙΙΙ, 2008). Εκκρεμής παραμένει η συμπλήρωση του Ειδικού Μέρους των Συνταγματικών Δικαιωμάτων, που ελπίζω σύντομα να πραγματοποιηθεί.
Και οι τρεις τόμοι βασισμένοι στην `αντικειμενική θεωρία του δικαίου` αποτελούν μέρη της ίδιας ενότητας όχι μόνο περιεχομένου, αλλά σκέψης και μεθοδολογίας, ενότητας τρόπου προσέγγισης και παρουσίασης της όλης ύλης. Αυτό άλλωστε επιδιώκεται να τονιστεί με τον ίδιο τον τίτλο του όλου έργου `Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου`, ο οποίος και χρησιμοποιήθηκε ήδη στην πρώτη έκδοση ως υπότιτλος και των τριών τόμων. Η ανάλυση του όλου έργου δεν περιορίζεται στην απλή παρουσίαση των διαφόρων νομικών θεωριών, παράλληλων και αντικρουόμενων γνωμών, αλλά παίρνει θέση στα μερικότερα ζητήματα, καθοδηγούμενη από το θεωρητικό στίγμα του όλου έργου, που παρέχεται ήδη στις πρώτες σελίδες με την παράθεση των προερμηνευτικών φιλοσοφικονομικών θέσεων και των μεθόδων ερμηνείας. Στο ευρύτερο πλαίσιο, που θέτει η `αντικειμενική νομική θεωρία`, θεμελιώνεται ο νομικός μονισμός της βασισμένης στην ανθρώπινη αξία ενότητας της έννομης τάξης, που διαθέτει ρυθμιστική πληρότητα και αρμονία και αναγκαία οδηγεί στην υπέρβαση της διάκρισης του δικαίου σε δημόσιο και ιδιωτικό και στην αναγωγή του Συντάγματος σε καθολικό δικαιικό ρυθμιστή, που ρυθμίζει πλέον και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Η μονιστική προσέγγιση οδηγεί επίσης στην ενότητα νομικής ρύθμισης και πραγματικότητας, στην ενότητα των στοιχείων της φύσης του πράγματος (corpus και animus), ενότητα τυπικού και ουσιαστικού Συντάγματος κλπ. Η `στροφή προς το αντικειμενικό` εξασφαλίζει την αξιοποίηση του θεσμικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ασκούνται τα Συνταγματικά Δικαιώματα και μέσα από την αντιπαράθεση αντικειμενικού προς υποκειμενικό (δικαιώματος και θεσμού) οδηγεί όχι στη σύγκρουση των δικαιωμάτων και στη στάθμιση αλλά στη διάκριση του αμυνόμενου από τον επιτιθέμενο και στη θεσμική προσαρμογή. Οι επιστημονικές θέσεις, που αναλύονται στη `Γενική Συνταγματική Θεωρία`, εκτυλίσσονται με συνέπεια στις μερικότερες περιοχές και αποτελούν τη βάση για την αντιμετώπιση των μερικότερων θεμάτων, στην Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους και στα Συνταγματικά Δικαιώματα. Έτσι οι θέσεις, που λαμβάνονται στα επιμέρους ζητήματα, δεν είναι `συμπτωματικές` αλλ` υπακούουν στη διήκουσα λογική, που διατρέχει το όλο έργο, με βάση την οποία γίνεται η επεξεργασία των διαφόρων απόψεων και η θεμελίωση των υποστηριζόμενων γνωμών, που δεν συνιστούν απλώς `επιλογές` αλλά προκύπτουν ως αποτέλεσμα δεδηλωμένης μεθοδολογίας.
Η προετοιμασία της β` έκδοσης είχε ήδη αρχίσει, πλην όμως, αφενός μεν τεχνικές δυσκολίες, αφετέρου η αιφνίδια ανάγκη ανταπόκρισης στους όρους του νέου συστήματος διανομής των φοιτητικών συγγραμμάτων -στην οποία οφείλεται και η τεχνική σύμπτυξη του α` και β` τόμου- δεν επέτρεψαν -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- την ενσωμάτωση των διαφόρων συμπληρώσεων και επέβαλαν άμεσα τη β` έκδοση του Συστήματος Συνταγματικού Δικαίου. Ακράτα, Μάρτιος 2011, Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]