Στο λιμανάκι της Νάουσας, σ` αυτό τον κολπίσκο που φιλοξενεί τις ψαρόβαρκες και τα καΐκια της Πάρου, η Αργυρώ Μπαρμπαρίγου (`Παπαδάκη`) με τον Μανώλη Μανωλάκη, τον άντρα της, έχουν στήσει έναν παράδεισο γεύσεων, ένα εστιατόριο για το οποίο μπορεί να παινεύεται το νησί τους. Σύρριζα με τη θάλασσα, στη γωνία του γραφικού εσωτερικού λιμανιού, το εστιατόριο του `Παπαδάκη` επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά το ελληνικό θαύμα: πώς το μικρό γίνεται μέγα όταν το μεράκι συναντά το πάθος και η χαρά της δημιουργίας γίνεται άποψη και τρόπος ζωής. Σε μια κουζίνα μικρή όσο μια αιγαιοπελαγίτικη κάμαρη πραγματοποιείται αυτό που θα ζήλευαν τα καλύτερα εστιατόρια της Ευρώπης. Τολμηρές γαστρονομικές καινοτομίες συναγωνίζονται την απλότητα παραδοσιακών κυκλαδίτικων συνταγών, και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον μοναδικό σε όλο το Αιγαίο. Προφυλαγμένο από τους αέρηδες, κρυμμένο στην κόχη του φυσικού κόλπου που σχηματίζεται στη βόρεια πλευρά του νησιού, το λιμανάκι της Νάουσας αγναντεύει τη θάλασσα με τη σιγουριά της ανεπιτήδευτης απλότητας του και την ηρεμία της μακραίωνης ιστορίας του. Το ενετικό κάστρο, χτισμένο στη μύτη του μικρού λιμανιού, κοιτάζει σε απόσταση αναπνοής το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, που, με ανοιχτή πάντα την πόρτα του, καλωσορίζει τον επισκέπτη. Οι γλάροι και τα ψαροπούλια ενώνουν τους ήχους τους με τη μουσική των μπαρ, ενώ τα τραπέζια και οι καρέκλες που γεμίζουν το καλοκαίρι όλη την πλατεία αγγίζουν τα σκοινιά από τις ψαρόβαρκες που λικνίζονται νωχελικά στο ρυθμό της θάλασσας. Σ` αυτό το τοπίο, που θυμίζει σκηνή αρχαίου θεάτρου, όπου κάθε καλοκαίρι χτυπάει ο σφυγμός της πολυκοσμίας, πρωταγωνιστικό ρόλο συνεχίζουν να παίζουν οι ψαράδες, που μπαλώνουν τα δίχτυα τους, ξεψαρίζουν και κάνουν τις προετοιμασίες τους για την επόμενη ψαριά. Στο πέρασμα του παλιού λιμανιού, εκεί όπου όλοι θα συναντηθούν όταν κατεβούν στη Νάουσα, δυο μέτρα από τα αραγμένα καΐκια, το εστιατόριο του `Παπαδάκη` έχει στα ελάχιστα τετραγωνικά του εσωτερικού του λίγα τραπέζια και μικρά παράθυρα στολισμένα με άσπρες κεντητές κουρτίνες. Το καλοκαίρι, απλώνει τα τραπέζια και τις καρέκλες του έξω, ενώ δυο καναπέδες φροντίζουν για την άνεση εκείνων που μαζί με το φαγητό τους απολαμβάνουν και την κουβέντα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Ένας χώρος μικρός αλλά θαυματουργός, όχι μόνο γιατί τα πιάτα που σερβίρει είναι σπάνιας γεύσης και αισθητικής, αλλά και γιατί εδώ ξαναβρίσκει κανείς τη φιλοξενία του παλιού εστιάτορα, που πάνω απ` όλα είναι οικοδεσπότης.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]