- `Τι γυρεύετε, καλέ, στο ξένο περιβόλι;`
Είταν η Μαχώ που, περνώντας, είδε τις δυο κοπέλες να σπρώχνουν την ξυλόπορτα του περιβολιού της ξαδέρφης της και στάθηκε να τις ρωτήσει.
Οι κοπέλες κοντοσταθήκανε. Η μια, μεγαλύτερη, λιγνοδέματη, με μαντήλι στο κεφάλι, η άλλη ό,τι που κοπέλιζε, με την πλεξούδα κορφοκέφαλα δεμένη.
- `Ήρθαμε για λουλούδια, θειά, από το Γραμμενοχώρι` ξήγησε η μεγαλύτερη.
- `Ο τόπος γιομάτος` έκανε η Μαχώ αναμερίζοντας, καλοσυνάτα τάχα, για να δούνε: `Μανουσάκια, λαλέδες, μαργαρίτες, γαρουφαλιές...`
- `Μαργαρίτες κι αγριοκρινάκια θα μαζώξουμε από τη λαγγαδιά. Θέλουμε άσπρες τριανταφυλλιές...` [...]