[...] Στον τόμο αυτό δημοσιεύονται κείμενα για τον εθνικισμό και τον ρατσισμό, στη συνάφειά τους κυρίως με ένα από τα κρισιμότερα προβλήματα της σημερινής κοινωνίας μας, τους ξένους μας. Στους οποίους είμαστε οφειλέτες· όχι μόνο για την επισήμως τεκμηριωμένη συμβολή στους στην αύξηση του ΑΕΠ, ή για την καθοριστική συμμετοχή τους σε μείζονα δημόσια έργα, όπως η Ολυμπιάδα του 2004, και γενικότερα για την αναντικατάστατη συμβολή τους στην καθημερινή μας ζωή, από το βάψιμο των σπιτιών μας έως, κυρίως, την περίθαλψη των ανήμπορων γερόντων μας· όχι μόνο για όλα αυτά, λοιπόν, όσο γιατί αποτελούν τον καθρέφτη μέσα στον οποίο αντικρίζουμε το πραγματικό μας πρόσωπο, το φοβικό και άξενο, ίσαμε την πιο τερατώδη τώρα μετάλλαξή του, με την εξάρτυση και τα σύμβολα των Χρυσαυγιτών, των επάνω και των κάτω, πολιτευτών εννοώ και -το χειρότερο- ψηφοφόρων. Αυτό το συνεχές καθρέφτισμα είναι ίσως η μοναδική ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε το πραγματικό μας πρόσωπο, μοναδική λοιπόν ευκαιρία για αυτογνωσία, άρα, μακάρι, και αλλαγή.
Τα άρθρα παρατίθενται με χρονολογική τάξη, καθώς παρακολουθούν την επικαιρότητα. Μοναδική παραβίαση, η πρόταξη τριών κειμένων με θέματα απ` τα οποία και μόνο θα έπρεπε να αρχίζει κάθε συζήτηση για μετανάστες, ρατσισμό κτλ. Είναι κείμενα που επιχειρούν να αντικρούσουν δύο από τα βασικά σχετικά στερεότυπα, (α) ότι οι Έλληνες δεν ήμασταν ποτέ ρατσιστές (`ο ρατσισμός δεν υπάρχει στο DNA των Ελλήνων` ανοήτεψε πρόσφατα ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς) και (β) ότι `εμείς ήμασταν πάντοτε νόμιμοι μετανάστες`. Για το πρώτο στερεότυπο επέλεξα να σταθώ, μ` ένα κείμενο γραμμένο με την ευκαιρία της έκδοσης αυτής, στον εχθρικό συχνά τρόπο με τον οποίο υποδεχτήκαμε τους `ομοαίματους αδελφούς` μας, τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, ενώ για το δεύτερο ακολουθούν δύο ήδη δημοσιευμένα κείμενα για τους Έλληνες `λαθρομετανάστες` στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα (για τους οποίους άλλωστε πρωτοχρησιμοποιήθηκε ο όρος στις ελληνικές εφημερίδες της εποχής), όταν πολλοί πηγαίναμε ακριβώς `λαθραίοι` και συχνά καταλαμβάναμε τις πρώτες θέσεις στους πίνακες εγκληματικότητας. Όλα όσα δηλαδή είναι απότοκα της εξαθλίωσης και της μοίρας ενός μετανάστη, κι όμως αρνούμαστε να τα δούμε και να τα αναγνωρίσουμε σήμερα στο πρόσωπο και τη μοίρα των άλλων, αγνοώντας ή αποκρύπτοντας, γι` αυτό ακριβώς, την ίδια μας την Ιστορία. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]