`Η παράδοσις ως γνώμων του καθορισμού και της αντικειμενικής ερμηνείας των θρησκειοψυχολογικών φαινομένων`: Εις προηγουμένην μελέτην ημών ετονίσαμεν ήδη μίαν βασικήν δυσχέρειαν της θρησκειοψυχολογικής ερεύνης, δηλ. την ανάμιξιν των υποκειμενικών κρίσεων του θρησκειοψυχολόγου ερευνητού εις τα πορίσματα αυτού. Αναπτύσσοντες δε εκεί εν πάση δυνατή συντομία την έκτασιν αλλά και την σημασίαν της δυσχερείας ταύτης, δια την επίτευξιν αντικειμενικού καθορισμού των θρησκειοψυχολογικών πορισμάτων, κατελήγομεν εις το συμπέρασμα ότι `μία υγιής και αντικειμενική ψυχολογία της θρησκείας, προς αποφυγήν των υποκειμενικών αξιολογικών κρίσεων, οφείλει να έχη γνώμονα και ρυθμιστήν της ερεύνης αυτής το υπό της Εκκλησίας κατεχόμενον αντικειμενικόν πνεύμα δια να απολήγη πάντοτε εις πορίσματα καθολικού και πανανθρώπινου κύρους`. Αλλά, προ της αναπτύξεως του θέματος της παρούσης μελέτης, καθίσταται απαραίτητος μία περαιτέρω ανάπτυξις του θέματος της μνημονευθείσης μελέτης και δη του τελικού συμπεράσματος αυτής, του αναφερομένου εις τον αναγκαίον γνώμονα και ρυθμιστήν της αντικειμενικής θρησκειοψυχολογικής ερεύνης.
Ως τοιούτος δε γνώμων αναδεικνύεται αναμφιβόλως η Παράδοσις της Εκκλησίας. Υπό την Παράδοσιν ταύτην εννοούμεν την Αγίαν Γραφήν, ως την κατ` εξοχήν γραπτήν πηγήν της θείας Αποκαλύψεως, και την από των αποστολικών χρόνων μέχρι σήμερον εκτεινομένην ζώσαν παράδοσιν της Εκκλησίας, την σωζομένην εις τα ιερά συγγράμματα των Πατέρων και λοιπών εκκλησιαστικών συγγραφέων και εκφραζομένην εις την πράξιν αυτής.
Η αποδοχή της Παραδόσεως της Εκκλησίας ως γνώμονος και ρυθμιστού εν γένει της θρησκειοψυχολογικής ερεύνης φαίνεται, ότι εκ πρώτης όψεως αντιτίθεται προς τον `επιστημονικόν` και `αντικειμενικόν` χαρακτήρα, τον οποίον πρέπει να κέκτηται η έρευνα αύτη, ως ουσιώδη προϋπόθεσιν αυτής. Δια τον λόγον αυτόν, κατά το παρελθόν, ηγέρθη οξεία έρις περί το πρόβλημα της σχέσεως των πηγών της αποκαλύψεως προς την θρησκειοψυχολογικήν έρευναν. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]