Η θεωρία των δειγματοληπτικών ερευνών είναι μαθηματική και αποτελεί μέρος της θεωρητικής, μαθηματικής στατιστικής. Εντούτοις, η πρακτική της, δηλαδή ο σχεδιασμός και η εφαρμογή της, αναπτύσσονται ως αναπόσπαστο μέρος της συνολικής ερευνητικής διαδικασίας. Η παρούσα εργασία αναφέρεται μόνο στα ζητήματα της δειγματοληπτικής πρακτικής και παρουσιάζει την ιστορία στην Ελλάδα ώστε να υποδειχθούν οι συνέπειες που έχει η απουσία της εφαρμογής της στην αξιοπιστία και την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων των μετρήσεων για τις οποίες σχεδιάστηκε η έρευνα. Όταν η εφαρμογή της μεθόδου συμφωνεί με τη θεωρία, δηλαδή επιλέγεται δείγμα πιθανοτήτων, τότε μπορούμε να ασκήσουμε νόμιμη χρήση της στατιστικής συμπερασματολογίας και τα αποτελέσματά μας να συνιστούν δεδομένα. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, τα αποτελέσματα δεν έχουν καμία αξία και στην καλύτερη εκδοχή μπορεί να θεωρηθούν απλώς ενδείξεις.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]