Με λένε Μυρτώ. Τα παιδικά μου χρόνια τα `ζησα σ` ένα σπίτι με ψηλά ταβάνια και σκάλα μαρμάρινη. Αύριο μπαίνω στα 34. ζω σ` ένα διαμέρισμα με περιορισμένο ακάλυπτο. Είναι όμως πάνω στη θάλασσα. Έτσι καμιά φορά γίνεται υπερωκεάνιο· και μοιραία φεύγω πάλι. (. . .) Λένε πως μοιάζω πιο μικρή απ` ό,τι είμαι. Είναι γιατί τα ψέματα που μου είπαν δεν ήταν βρόμικα. Ήταν μονάχα τα ψέματα της παρηγοριάς, κι εγώ αυτά τα καλωσορίζω. Γι` αυτό κι αγάπησα πολύ τη θεία Λένα. Με τα παραμύθια της μεγάλωσαν τα` αγόρια-εραστές μου και με προίκισαν αναμνήσεις τρισδιάστατες. (. . .) Η θεία Λένα δεν πέθανε. Ζει σ` όλα κείνα τα όμορφα αξύριστα πρόσωπα που δεν έχω ακόμα ανταμώσει. Μόνο για λίγο πήγε να πλαγιάσει. Γι` αυτό σιγά. . . Η θεία Λένα κοιμάται.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]